- σάλιο
- Το προϊόν της έκκρισης των σιαλογόνων αδένων, που χύνεται στο στόμα. Διακρίνεται σε τρία είδη, το παρωτιδικό, χωρίς βλέννα, το υπογνάθιο, που περιέχει λίγη βλέννα και το υπογλώσσιο, που είναι πλούσιο σε βλέννα. Τα τρία αυτά είδη ανακατεύονται στη στοματική κοιλότητα και σχηματίζουν το συνηθισμένο σ. Το τελευταίο αυτό προϊόν είναι ιξώδες, όξινης αντίδρασης και περιέχει κατά μέσο όρο 95% νερό, 3% οργανικές ουσίες και 2% ανόργανα άλατα (χλωριούχα, φωσφορικά και διττανθρακικά). Επίσης περιέχει ένζυμα, τη σιαλική αμυλάση, με την οποία αρχίζει η πέψη των υδατανθράκων και μικρές ποσότητες μιας μαλτάσης. Εκτός από την πέψη των υδατανθράκων, το σ. έχει και μηχανική σημασία αφού διαποτίζει τις ξηρές τροφές και βοηθάει στο σχηματισμό και την κατάποση της μπουκιάς. Η έκκριση του ρυθμίζεται από δυο διαφορετικούς μηχανισμούς. Ο ένας αποτελεί απόλυτο αντανακλαστικό, με αφετηρία τον ερεθισμό των αισθητικών νευρικών απολήξεων του στόματος από τις τροφές, και ο άλλος είναι εξαρτημένο αντανακλαστικό (ψυχικός μηχανισμός) που σχετίζεται με την όραση, την όσφρηση ή και την ανάμνηση νόστιμων τροφών. Η ποσότητα του σ., που εκκρίνεται καθημερινά, διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο αλλά γενικά κυμαίνεται από 300-1.000 γραμμάρια. Έχει σχέση δε με το είδος των τροφών. Τέλος ο πυρετός, η νηστεία και ο φόβος μειώνουν την έκκριση του σ., η οποία αντίθετα αυξάνεται σε περίπτωση πτυελισμού ή σιελλόρροιας.
* * *(I)το, ΝΜυδαρές και ιξώδες υγρό που εκκρίνεται από τους σιαλογόνους αδένες και χύνεται στην στοματική κοιλότητα, ο σίελοςνεοελλ.φρ. α) «δεν έχω σάλιο»μτφ. είμαι εντελώς απένταροςβ) «τρέχουν τα σάλια του»μτφ. λέγεται για κάποιον που ορέγεται, που επιθυμεί πολύ να φάει ή να αποκτήσει κάτιγ) «σάλια, μύξες» — ανόητα ή παιδαριώδη λόγια, ανοησίες, σαλιαρίσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σάλιο έχει προέλθει από το αρχ. σίαλον (μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *σιάλιον) με αποβολή τού -ι-, πρβλ. σαγόνι: σιαγόνιον, ψαθί: ψιάθιον].————————(II)το, Νναυτ. βλ. σάλι (ΙΙ).
Dictionary of Greek. 2013.